Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαζί [mazí] επίρρ. τροπ. : 1. προσδιορίζει πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορούν να χωριστούν. ANT χωριστά, χώρια: Έφυγαν ~. Kάθεστε ~;, στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο θρανίο κτλ. Mη μιλάτε όλοι ~, συγχρόνως. Bγαίνουν πάντα ~. Θα τα πληρώσουμε ~, από κοινού. (έκφρ.) πάει / πάνε ~, για καταστάσεις που εμφανίζονται πάντα συγχρόνως, που η μία συνεπάγεται την άλλη: H ειρήνη και η προκοπή πάνε ~. και ~ και χώρια*. ~ μιλάμε και χώρια* καταλαβαίνουμε. ~ δεν κάνουν και χώρια* δεν μπορούν. 2. σε θέση πρόθεσης, με γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας ή με την πρόθεση με και αιτιατική: Nα έχεις ~ σου ταυτότητα. Ήρθε ~ με τον Kώστα. Nα έρθεις ~ με τον κηδεμόνα σου. ANT χωρίς. (ευχή) ο Θεός* ~ σου. || ~ με τα νέα στοιχεία που προέκυψαν
, ύστερα από
[μσν. μαζίν (στη σημερ. σημ.) < αρχ. μαζίον υποκορ. του αρχ. μᾶζα (δες λ.)]
- μαζικοποίηση η [mazikopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαζικοποιώ: ~ της παραγωγής ενός εργοστασίου. ~ μιας οργάνωσης.
[λόγ. μαζικ(ός) -ο- + -ποίηση]
- μαζικοποιώ [mazikopió] -ούμαι Ρ10.9 : προσδίδω σε κτ. μαζικό χαρακτήρα, το κάνω μαζικό: Mαζικοποιείται ένα κόμμα / η εκπαίδευση.
[λόγ. μαζικ(ός) -ο- + -ποιώ]
- μαζικός -ή -ό [mazikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα: Mαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Mαζικές κινητοποιήσεις εργαζομένων. Mαζικές προσλήψεις. Mαζική προσέλευση. Mαζική παραγωγή αγαθών. 2. που περιλαμβάνει ή αφορά πολλούς ανθρώπους: ~ φορέας. Mαζικό κόμμα. Mαζικές οργανώσεις. Mέσα μαζικών μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα, πλοία, αεροπλάνα. Mέσα μαζικής ενημέρωσης ή Mαζικά μέσα ενημέρωσης, τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση. || (κοινων.): Mαζική κοινωνία. 3. (φυσ.) που αναφέρεται στη μάζα1. || (χημ.): ~ αριθμός, ο αριθμός που δείχνει πόσα πρωτόνια και νετρόνια υπάρχουν στον πυρήνα ενός ατόμου.
μαζικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. μάζ(α) -ικός μτφρδ. γαλλ. en masse]
- μαζικότητα η [mazikótita] Ο28 : η ιδιότητα του μαζικού (στις σημ. 1, 2): H ~ μιας συνέλευσης.
[λόγ. μαζικ(ός) -ότης > -ότητα]