Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγνητόφωνο το [maγnitófono] Ο42 : συσκευή με την οποία γίνεται μαγνητοφώνηση και αναπαραγωγή ήχων από μαγνητοταινία· (πρβ. κασετόφωνο): Aκούει μουσική από ~.
[λόγ. < γαλλ. magnétophone < magnéto- = μαγνητο- + -phone = -φωνον]
- μαγνητοφωνώ [maγnitofonó] -ούμαι Ρ10.9 : καταγράφω ήχους σε μαγνητοταινία με ειδική συσκευή· κάνω μαγνητοφώνηση: Mαγνητοφωνεί δίσκους με τραγούδια που του αρέσουν. Mαγνητοφωνημένη ομιλία / συζήτηση.
[λόγ. μαγνητόφων(ον) -ώ]