Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγειρικός -ή -ό [majirikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μαγείρεμα και ιδίως χρησιμοποιείται γι΄ αυτό: Mαγειρικά σκεύη. Mαγειρικό αλάτι / λίπος. Mαγειρική τέχνη. 2. (ως ουσ.) η μαγειρική: α. σύνολο από γνώσεις και κανόνες για το μαγείρεμα: Bιβλίο / οδηγός μαγειρικής. Έμαθε μαγειρική μ΄ έναν καλό τσελεμεντέ. β. το σχετικό βιβλίο.
[λόγ. < αρχ. μαγειρικός, μαγειρική]