Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγειρεύω [majirévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. παρασκευάζω φαγητό: Σήμερα θα φάμε κονσέρβες, γιατί δε μαγειρέψαμε. Tις Kυριακές δε ~· τρώμε πάντο τε έξω. (γνωμ.) των φρονίμων* τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. || μαγειρεύω για να φάει κάποιος: Στο σπίτι με περιμένουν πέντε παιδιά να τα πλύνω, να τους μαγειρέψω· πού καιρός για ξεκούραση! β. μαγειρεύω με σχετικά πολύπλοκο τρόπο βράζοντας, ψήνοντας ή τηγανίζοντας διάφορα τρόφιμα: ~ κρέας / ψάρι / φασόλια με λάδι / με βούτυρο, χρησιμοποιώντας ένα από τα παραπάνω υλικά. || (μππ.) μαγειρευτός: Mαγειρεμένες πατάτες. γ. ασχολούμαι με το μαγείρεμα: Tης αρέσει να μαγειρεύει όχι όμως και να πλένει τα πιάτα. 2. (μτφ.) α. προετοιμάζω κρυφά κτ. ιδίως βλαβερό για κπ.: H υπόθεση μαγειρεύτηκε καλά από πριν. Aισθάνομαι ότι κάτι κακό μου μαγειρεύεις και ανησυχώ. Nομίζω πως κάτι μαγειρεύεται πίσω από την πλάτη μου. β. παραποιώ κτ., το διαμορφώνω όπως θέλω: Mαγειρεύουν τα εκλογικά αποτελέσμα τα πριν να τα ανακοινώσουν.
[ελνστ. μαγειρεύω]