Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίτρα
1 εγγραφή
μίτρα η [mítra] Ο25 : κάλυμμα του κεφαλιού, περίπου σφαιρικού σχήματος, που ανήκει στα ιερά άμφια του επισκόπου: H ~ του δεσπότη / του μητροπολίτη. Xρυσή ~ στολισμένη με πολύτιμες πέτρες.

[λόγ. < ελνστ. μίτρα `διάδημα΄, αρχ. σημ.: `ανατολίτικο τουρμπάνι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες