Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίτος
1 εγγραφή
μίτος ο [mítos] Ο18 : λογική σειρά που οδηγεί στην κατανόηση ή στην ερμηνεία ορισμένου, συνήθ. σύνθετου, προβλήματος: Ψάχνω / βρίσκω το μίτο των σκέψεων / των ιδεών κάποιου. ΦΡ ο ~ της Aριάδνης, για λύση σε πρόβλημα ή σε περίπλοκη κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. μίτος `νήμα του στημονιού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες