Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μίσθωση η [mísθosi] Ο33 : (νομ.) σύμβαση με βάση την οποία ένα πρόσωπο αποκτά το δικαίωμα χρήσης ορισμένου αγαθού για ορισμένο χρονικό διάστημα και με ορισμένο αντίτιμο: Όροι / διάρκεια της μίσθωσης. Έναρξη / λήξη της μίσθωσης. ~ εργασίας. ~ ακινήτου, νοίκιασμα.
[λόγ. < αρχ. μίσθω(σις) `προσφορά για μίσθωση, νοίκι΄ -ση]