Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέτρημα το [métrima] Ο49 : 1. η μέτρηση1: Tο ~ των μαθητών ενός τμήματος / των ζώων ενός κοπαδιού. 2. εκφώνηση αριθμών κατά ορισμένη σειρά: Tο ~ από το ένα ως το δέκα.
[ελνστ. μέτρημα, αρχ. σημ.: `μετρημένη απόσταση΄]