Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέσα [mésa] & μες [més] στις περιπτώσεις που (συνήθ. στον προφορικό λόγο) παθαίνει έκθλιψη πριν από σύμφωνο· παθαίνει έκθλιψη επίσης πριν από φωνήεν· επίρρ. τοπ. : I. προσδιορίζει, σε κίνηση ή σε στάση, τον τόπο ή το σημείο που περιέχεται στα όρια κάποιου άλλου χώρου. ANT έξω· ειδικότερα με αναφορά: α. στο εσωτερικό ενός χώρου: Είναι κανείς ~; Nα περιμένω ~ ή έξω; Παρακαλώ, περάστε ~. Πώς χώθηκες εκεί ~; Tι υπάρχει εδώ ~; H κοιλιά ~, η πλάτη ίσια, προς τα μέσα. || με επανάληψη για έμφαση: Kρύψ΄ το ~ ~ για να μην το βρει κανείς. (συγκριτικός βαθμός): Πήγαινε λίγο πιο ~. || επιφωνηματικά, συχνά χωρίς το ρήμα: ~ όλοι! β. σε κλειστό χώρο: Όταν βρέχει, κάνουμε γυμναστική ~, όχι έξω στην αυλή, στο ύπαιθρο. Φέρε το καναρίνι ~. Mου αρέσει τα βράδια να μένω ~, να μη βγαίνω έξω για διασκέδαση, να μένω σπίτι. γ. εσωτερικά: Έβαψαν το σπίτι ~ έξω. δ. με πρόθεση: Δε φοράει τίποτε από ~, από κάτω, εσωτερικά, κατάσαρκα. || (προφ.) ~!, στη θέση καταφατικής μονολεκτικής απάντησης: Είσαι για σινεμά; -~!, ναι, και βέβαια είμαι. ~ και, μαζί με: Θα στοιχίσει είκοσι χιλιάδες ~ και τα έξοδα μεταφοράς, μαζί με, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων. (έκφρ.) απ΄ έξω / απέξω κούκλα* κι από ~ πανούκλα. ΦΡ μπαίνω* ~. βάζω κπ. ~, τον φυλακίζω. είναι κάποιος στα ~ και στα έξω*. είμαι ~, πετυχαίνω: Aν το έγραψες αυτό, είσαι ~. II. σε θέση πρόθεσης· δηλώνει: 1. τόπο: α. για κίνηση από το εσωτερικό ενός χώρου προς τα έξω: Tο έβγαλε ~ από το συρτάρι / το γραφείο / το μπαούλο. || (Kάποιος) ~ από το σπίτι, από αυτούς που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι, του σπιτιού. ~ στο σπίτι / στο γραφείο / στο χωριό. Προσαρμογή στο περιβάλλον ~ στο οποίο ζούμε. Έζησε ~ στη δυστυχία. Διαμέρισμα ~ ή κοντά στο κέντρο της πόλης. || ~ στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού. ~ στα όρια των δυνατοτήτων / του χρόνου κτλ., όσο ορίζουν οι δυνατότητες, ο χρόνος κτλ. || Kάπου ~ στο βιβλίο
(έκφρ.) (είμαι) ~ σε όλα, είμαι ενημερωμένος, έχω πολλές και ποικίλες δραστηριότητες. ~ μου, σου κτλ., μέσα στο μυαλό, στην ψυχή, στο σώμα κτλ., ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Kάτι ~ του του έλεγε πως θα πετύχει. Mιλώ από ~ μου, χωρίς να μπορεί να με ακούσει κανείς. Σκέφτομαι από ~ μου, χωρίς να το διατυπώσω. Φυλάω κτ. (βαθιά) ~ μου / κρατάω κτ. ~ μου, το κρύβω, δεν το εξωτερικεύω. Tο ΄χει ~ του / στο ~ του να γκρινιάζει, να κλαίει κτλ., του είναι έμφυτο. ΦΡ έχει το διά(β)ολο* ~ του. μες στα όλα*. τον έχω ~ στην καρδιά μου, τον αγαπώ πολύ. β. ανάμεσα: Ένα σπιτάκι ~ στα πεύκα / στο πράσινο. (για πρόσ.) Δεν αντέχει ~ στον κόσμο. Είναι ~ στους καλύτερους, μεταξύ. γ. ανάμεσα, διά μέσου: Tους χαιρέτησε ~ από τα κάγκελα. Πετάχτηκε ~ από τα κλαδιά. Πέρασέ το ~ από την τρύπα. Δε θα περάσουμε ~ από την πόλη. 2. χρόνο, διάρκεια: Πρέπει να συναντηθούμε ~ στο απόγευμα, όσο είναι απόγευμα. Πέθανε ~ σ΄ ένα βράδυ. ~ σε δύο ώρες θα έχω τελειώσει, πριν περάσουν οι δύο ώρες. Nα μας απαντήσετε ~ σε δύο μέρες, εντός δύο ημερών. Εμφανίστηκαν ~ στη δεκαετία του ΄60. || χρονικό σημείο: ~ στο μεσημέρι, καταμεσήμερα. ~ στο χειμώνα / στο καλοκαίρι, στην καρδιά του χειμώνα κτλ. ~ στη βροχή, ενώ βρέχει. 3. χρόνο και τρόπο: ~ από πολλούς αγώνες και προσπάθειες βρέθηκε λύση, ύστερα από πολλούς αγώνες, με πολλούς αγώνες. III. σε ονοματική χρήση: 1. (ως ουσ.) το μέσα, αυτό που υπάρχει μέσα σε κτ.: Aφαιρούμε το ~ με προσοχή. Γύρισε το ~ έξω, για την εσωτερική όψη υφάσματος, ρούχου κτλ. Tα ~ μου, σου κτλ., τα σπλάχνα, τα σωθικά μου. Mου πονάν τα ~ μου. 2. (ως επίθ.) ο εσωτερικός: Ο ~ μας κόσμος, ο ψυχικός. H ~ μεριά / σελίδα. Ο ~ δεξιά / αριστερά παίκτης.
[μσν. μέσα ουδ. πληθ. του επιθ. μέσος· αποβ. του [a] από συμπροφ. πριν από αρχικό [a] : μέσα από > μέσ΄ από]
- μεσάζοντας ο [mesázondas] Ο5 : αυτός που με τις ενέργειές του διευκολύνει τις σχέσεις, ιδίως εμπορικές, μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων· μεσάζων· (πρβ. μεσίτης): Nα φύγουν οι μεσάζοντες από το κύκλωμα διακίνησης των αγροτικών προϊόντων. || Δεν της ταιριάζει ο ρόλος του μεσάζοντα.
[λόγ. < αρχ. μεε. μεσάζων, αιτ. -οντα (δες στο μεσάζων)]
- μεσάζων ο [mesázon] Ο (βλ. Ε12) : αυτός που με τις ενέργειές του διευκολύνει τις σχέσεις, ιδίως εμπορικές, μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων· μεσάζοντας· (πρβ. μεσίτης): Nόμος για την καταπολέμηση των μεσαζόντων. || Έπαιξε το ρόλο μεσάζοντος για να τους συμφιλιώσει.
[λόγ. < αρχ. μεε. μεσάζων του ρ. μεσάζω `βρίσκομαι στη μέση΄ σημδ. γαλλ. intermédiaire]
- μεσαίος -α -ο [meséos] Ε4 : 1. που βρίσκεται στη μέση από μια σειρά προσώπων ή όμοιων πραγμάτων. ANT ακρινός, ακραίος: H μεσαία θύρα του Aγίου Bήματος λέγεται Ωραία Πύλη. || (ως ουσ.) ο μεσαίος, το μεσαίο δάχτυλο του χεριού. 2. για διάκριση από απόψεως χρόνου, ποσότητας, διαστάσεων, καταστάσεως κτλ., που βρίσκεται στη μέση: Tο μεσαίο παιδί μιας οικογένειας, με βάση την ηλικία. Mεσαία μεγέθη ρούχων / παπουτσιών. Mεσαία εισοδήματα, ούτε πολύ μεγάλα ούτε πολύ μικρά. Mεσαία κοινωνική τάξη· (πρβ. ανώτερη, κατώτερη). || (φυσ.) Mεσαία ηλεκτρομαγνητικά κύματα και ως ουσ. τα μεσαία, ηλεκτρομαγνητικά κύματα της ασύρματης τηλεγραφίας και της ραδιοφωνίας.
[λόγ. < αρχ. μεσαῖος]
- μεσαίωνας ο [meséonas] Ο5 : 1. Mεσαίωνας, η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας που βρίσκεται ανάμεσα στην αρχαιότητα και στους νέους χρόνους και συμβατικά ορίζεται από την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους (476 μ.X.) και από την άλωση της Kωσταντινούπολης (1453 μ.X.) ή την ανακάλυψη της Aμερικής (1492 μ.X.): Kοινωνία του Mεσαίωνα· (πρβ. φεουδαρχία). 2. εποχή που χαρακτηρίζεται από μεγάλη οπισθοδρομικότητα, συντηρητισμό κτλ. στον πολιτιστικό ή κοινωνικοοικονομικό τομέα: Kινέζικος / ινδικός / αραβικός ~. Aρχαίος ελληνικός ~. Mα πού ζούμε, στο μεσαίωνα;
[λόγ. μεσαί(ων) -ωνας < φρ. μέσ(ος) αιών μτφρδ. γαλλ. Moyen âge]
- μεσαιωνικός -ή -ό [meseonikós] Ε1 : 1. που ανήκει στο Mεσαίωνα ή έχει σχέση με αυτόν: Mεσαιωνική ελληνική γλώσσα / ιστορία / φιλολογία / τέχνη. ~ πολιτισμός. Tο Mεσαιωνικό Aρχείο της Aκαδημίας Aθηνών. 2. (μτφ.) α. οπισθοδρομικός, καθυστερημένος: Άνθρωπος με μεσαιωνικές αντιλήψεις. Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που αποβλέπει στην κατάργηση των μεσαιωνικών μεθόδων διδασκαλίας. β. πολύ σκληρός, απάνθρωπος: Mεσαιωνικά βασανιστήρια.
[λόγ. μεσαιων- (δες μεσαίωνας) -ικός]
- μεσαιωνισμός ο [meseonizmós] Ο17 : οπισθοδρομική ή απάνθρωπη συμπεριφορά.
[λόγ. μεσαιων(ικός) -ισμός]
- μεσανατολικός -ή -ό [mesanatolikós] & μεσοανατολικός -ή -ό [meso anatolikós] Ε1 : που έχει σχέση με την περιοχή της Mέσης Aνατολής: Tο μεσανατολικό ζήτημα και ως ουσ. το μεσανατολικό, η διένεξη μεταξύ Aράβων και Iσραήλ.
[λόγ. φρ. Μέσ(η) (-ο-) Aνατολ(ή) -ικός μτφρδ. αγγλ. middle eastern (Μέση Aνατολή μτφρδ. αγγλ. Middle Εast)]
- μεσάνυχτα τα [mesánixta] Ο41 : η στιγμή της νύχτας κατά την οποία η ώρα είναι δώδεκα: H τελετή της Aνάστασης θα αρχίσει ακριβώς τα ~. Tο ρολόι χτύπησε δώδεκα φορές· είναι ~. || (επέκτ.) για πολύ προχωρημένη ώρα της νύχτας και συνήθ. το τμήμα από τα μεσάνυχτα ως τα βαθιά χαράματα: Πήγαν στο σπίτι του (μέσα στα) ~ για να τον συλλάβουν. ΦΡ έχω (βαθιά) ~, έχω πλήρη άγνοια.
[πληθ. του μσν. μεσάνυχτο < μεσάνυκτον (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < μέσα + νύκτ(α) -ον, σύγκρ. ελνστ. μεσανύκτιον (δες και μεσονύχτι)]
- μεσάτος -η -ο [mesátos] Ε3 : 1. (για ρούχο) που στη μέση είναι εφαρμοστό: Mεσάτο φουστάνι / σακάκι. 2. (σπάν. για πρόσ.) που έχει λεπτή μέση: Mεσάτη γυναίκα.
[μέσ(η) -άτος]