Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέντιουμ
1 εγγραφή
μέντιουμ το [médium] Ο (άκλ.) : αυτός που, συνήθ. σε κατάσταση υπνωτισμού, θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τα πνεύματα: Πήγε σε ~ προσπαθώντας να βρει κάποιο χαμένο θησαυρό. || Πού να ξέρω πότε θα έρθει; ~ είμαι;

[λόγ. < γαλλ. médium ή ιταλ. medium (λατ. medium ουδ. του επιθ. medius `ενδιάμεσος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες