Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέντιουμ το [médium] Ο (άκλ.) : αυτός που, συνήθ. σε κατάσταση υπνωτισμού, θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί με τα πνεύματα: Πήγε σε ~ προσπαθώντας να βρει κάποιο χαμένο θησαυρό. || Πού να ξέρω πότε θα έρθει; ~ είμαι;
[λόγ. < γαλλ. médium ή ιταλ. medium (λατ. medium ουδ. του επιθ. medius `ενδιάμεσος΄)]