Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάστορας ο [mástoras] Ο5 προφ. πληθ. και μαστόροι θηλ. μαστόρισσα [mastórisa] Ο27α : 1α. ειδικός τεχνίτης: Έμαθε την τέχνη κοντά σε καλό μάστορα. Tο ρολόι μου δε δουλεύει καλά· θέλει μάστορα. || (λαϊκότρ.) χτίστης: Παλιό γεφύρι χτισμένο από Hπειρώτες μαστόρους. β. ο επικεφαλής ομάδας μαστόρων που δουλεύουν μαζί· αρχιτεχνίτης: Mπήκε στη δουλειά ως βοηθός κι έφτασε να γίνει ~. γ. (οικ.) για κάθε επαγγελματία ιδίως ως προσφώνηση: Πόσο κάνουν τα καρπούζια, μάστορα; 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ ικανός ή επιδέξιος σε κτ.: Είναι ~ στη δουλειά του / στην τέχνη του / στην πολιτική / στο εμπόριο / στην κλεψιά / στο τάβλι. Θα τα καταφέρει, γιατί είναι ~ σε κάτι τέτοια. ΦΡ βρίσκω το μάστορά μου / το μάστορή μου, υποκύπτω σε κπ. ή χάνω από κπ. ανώτερο από μένα.
[μσν. μάστορας < *μαΐστορας (αποβ. του μεσοφ. [j] ) < *μαγίστορας < ελνστ. μαγίστωρ, αιτ. -ορα < λατ. magister `δάσκαλος, “δάσκαλος” στην τέχνη του΄ (δες και στο μάγιστρος)· μσν. μαστόρισσα < μάστορ(ας) -ισσα]