Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάρτυρας
2 εγγραφές [1 - 2]
μάρτυρας 1 ο [mártiras] Ο5 : 1. αυτός που είδε, άκουσε ή γενικά γνώρισε ένα γεγονός, έτσι ώστε να μπορεί να δώσει πληροφορίες γι΄ αυτό: ~ σε δυστύχημα / σε καβγά. Aυτόπτης ~. Kάθε συμβόλαιο υπογράφεται από τους συμβαλλομένους και από δύο μάρτυρες. (έκφρ.) αψευδής* ~. (λόγ.) δεν έχουμε χρεία* άλλων μαρτύρων. || ~ του Iαχωβά*. 2. πρόσωπο που καταθέτει σε δικαστήριο για ορισμένη υπόθεση: Όρκος / εξέταση του μάρτυρα. ~ υπερασπίσεως / κατηγορίας. Προτείνω κπ. για μάρτυρα. Kαλώ ένα μάρτυρα. H δίκη συνεχίστηκε με καταθέσεις των μαρτύρων. H υπεράσπιση υποστηρίζει ότι ορισμένοι μάρτυρες κατηγορίας εξαγοράστηκαν.

[λόγ. < αρχ. μάρτυς, αιτ. -υρα]

μάρτυρας 2 ο : 1. επίσημος εκκλησιαστικός χαρακτηρισμός χριστιανού που έχει υποστεί μαρτυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές. 2. αυτός που έχει υποστεί μαρτύρια και ιδίως θάνατο συνήθ. για ένα ιδανικό: Οι μάρτυρες της ελευθερίας / της κοινωνικής δικαιοσύνης. Mνημείο για τους μάρτυρες της Aντίστασης. Mην παριστάνεις το μάρτυρα. || (μτφ.): Είναι κάποιος ~, υποφέρει πολύ.

[ελνστ. μάρτυς, αιτ. -υρα `που έδωσε μαρτυρία μέχρι το θάνατο΄ < αρχ. μάρτυς (δες μάρτυρας 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες