Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάντρα η [mándra] Ο25α : 1. περιφραγμένος ανοιχτός χώρος, στον οποίο συνήθ. αποθηκεύουν και πουλούν διάφορα αντικείμενα: ~ με οικοδομικά υλικά / με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. 2. ο μαντρότοιχος: Kήπος με ~ ολόγυρα. Xτίζω ~. Πήδησε τη ~ κι έφυγε.
[αρχ. μάνδρα (προφ. [nd] ) `περικλεισμένος χώρος για άλογα΄, ελνστ. `για πρόβατα΄]
- μαντράχαλος ο [mandráxalos] Ο20 & μαντραχαλάς o [mandraxalás] Ο1 : 1. έφηβος ή νέος άντρας πολύ μεγαλόσωμος· (πρβ. μαγκλαράς): Tο έβαλαν στα πόδια μόλις είδαν το φύλακα, ένα μαντράχαλο πάνω από δύο μέτρα. 2. (μειωτ., επέκτ.) γι΄ αυτόν που η ηλικία του είναι μεγάλη σε σχέση με κάποια αντίδραση, ενέργεια, συμπεριφορά του κτλ.: Είναι είκοσι χρονών ~ αλλά δε θέλει να δουλέψει.
[ίσως μάντρα + χαλ(ί) -ος, χαλί: `διχαλωτό ξύλο για κρέμασμα αντικειμένων΄ < αρχ. (δωρ. διάλ.) χαλ(ά) (κοινό χηλή) `οπλή αλόγου΄ -ί(ον)· μαντράχαλ(ος) -άς]