Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάλη η [máli] Ο30 : μόνο στη λόγια έκφραση υπό μάλης: α. στη μασχάλη: Έχω / παίρνω κτ. υπό μάλης. β. (ειδικότ. στρατ.) για το τυφέκιο και ως παράγγελμα: Tη Mεγάλη Παρασκευή οι στρατιώτες φέρουν τα όπλα υπό μάλης.
[λόγ. < αρχ. μάλη `μασχάλη (για κρύψιμο όπλων)΄, φρ. ὑπό μάλης]