Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάζα η [máza] Ο25 : 1. (φυσ.) η ποσότητα της ύλης που υπάρχει σε κάθε σώμα: Mονάδες μετρήσεως της μάζας. Mοριακή / ατομική ~, που υπάρχει στο μόριο / στο άτομο κάθε σώματος. Σχετική / κρίσιμη ~. Ειδική ~, πυκνότητα. 2α. ποσότητα, ιδίως μεγάλη, από κτ.: ~ θερμού αέρα. Kατά μάζες, για μεγάλη ποσότητα ή μεγάλο πλήθος. β. σύνολο πραγμάτων, όμοιων ή διαφορετικών, ή και προσώπων. (έκφρ.) μία ~, για ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο: Aνακατεύουμε το βούτυρο με τα αυγά, έως ότου γίνουν μία ~. η (μεγάλη) ~, το μεγαλύτερο τμήμα ενός συνόλου, ο κύριος όγκος: Εκπαιδευτικό σύστημα που αφήνει τη (μεγάλη) ~ του λαού έξω από κάθε παιδεία. || Ύστερα από το σιδηροδρομικό δυστύχημα όλα έγιναν μια άμορφη ~. 3. (συνήθ. πληθ.) το μεγάλο πλήθος του λαού σε αντίθεση με τους λίγους: Εκπαίδευση / ψυχαγωγία των μαζών. Ψυχολογία των μαζών. Προπαγάνδα με μεγάλη απήχηση στις μάζες. Λαϊκές / εργαζόμενες μάζες, σε αντίθεση με τους πλουσίους.
[2β: ελνστ. μᾶζα, αρχ. σημ.: `κριθαρόψωμο΄· 1, 2α, 3: λόγ. < αρχ. μᾶζα & σημδ. γαλλ. masse < λατ. massa < αρχ. μᾶζα]