Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μάγειρας ο [májiras] Ο5 & μάγειρος ο [májiros] Ο19 θηλ. μαγείρισσα [majírisa] Ο27 : α. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το μαγείρεμα: Δουλεύει ως ~ σε εστιατόριο. Zητούνται μάγειροι και σερβιτόροι για πολυτελές ξενοδοχείο. Σχολή μαγείρων. Zητείται μαγείρισσα για ολιγομελή οικογένεια. β. αυτός που μαγειρεύει: H γυναίκα του είναι εξαιρετική μαγείρισσα.
[μσν. μάγειρας < αρχ. μάγειρ(ος) μεταπλ. -ας· λόγ. < αρχ. μάγειρος· ελνστ. μαγείρισσα < μάγειρ(ος) -ισσα]