Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύρα
2 εγγραφές [1 - 2]
λύρα η [líra] Ο25 : I. έγχορδο μουσικό όργανο των αρχαίων Ελλήνων, που παιζόταν με τα δάχτυλα: H ~ του Aπόλλωνα. II. έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο με τρεις χορδές, που παίζεται με δοξάρι: Kρητική / ποντιακή ~. III. κρουστό μουσικό όργανο με σειρά μεταλλικών πλακιδίων στερεωμένων επάνω σε πλαίσιο, συνηθισμένο σε στρατιωτικές φιλαρμονικές.

[I: λόγ. < αρχ. λύρα· II: αρχ. λύρα με αλλ. της σημ. ίσως από ενδιάμεσο στάδιο όπου στο παλιότερο όργανο προστέθηκε χρήση δοξαριού· III: λόγ. νεότ. σημ.]

λυράρης ο [liráris] Ο11 θηλ. λυράρισσα [lirárisa] Ο27 : ο μουσικός που παίζει λύρα: Kρητικοί λυράρηδες.

[λύρ(α)II -άρης· λυράρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες