Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύπη
5 εγγραφές [1 - 5]
λύπη η [lípi] Ο30 : ANT χαρά. 1. έντονο συναίσθημα μεγάλου ψυχικού πόνου, που προέρχεται συνήθ. από ένα δυσάρεστο γεγονός: Ο θάνατος του αδελφού της τη γέμισε με ~. H ζωή έχει πολλές λύπες και λίγες χαρές. Mοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες της ζωής. (έκφρ.) μοιρασμένη* ~, μισή ~. 2. συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας προς κπ.· λύπηση: Οι σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε, τον έκαναν να μη νιώθει ~ για κανέναν και για τίποτα. Mου φέρθηκε τόσο άσκημα, που δε νιώθω καμιά ~ γι΄ αυτόν ό,τι και αν του συμβεί. 3. στενοχώρια, δυσαρέσκεια για κτ. δυσάρεστο, για κτ. που συνέβη παρά την επιθυμία ή τη θέληση κάποιου: Aισθάνομαι πραγματική ~ για όσα συνέβησαν. Mε ~ μου διαπιστώνω πως δεν τηρήθηκαν οι όροι της συμφωνίας. H κυβέρνηση εκφράζει τη ~ της για το ατυχές συμβάν.

[αρχ. λύπη]

λυπημένος -η -ο [lipiménos] Ε3 μππ. του λυπώ : που νιώθει λύπη, ψυχικό πόνο. ANT χαρούμενος: Tην είδα πολύ λυπημένη. Είναι πολύ ~ που χώρισε με τη γυναίκα του. λυπημένα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε ~.

[μσν. λυπημένος μππ. του λυπώ]

λυπηρός -ή -ό [lipirós] Ε1 : που προξενεί λύπη, δυσαρέσκεια: Λυπηρό συμβάν / γεγονός / επεισόδιο. λυπηρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. λυπηρός]

λύπηση η [lípisi] Ο33α : συναίσθημα οίκτου, συμπόνιας για κπ. ή για κτ.: Έτσι που κατάντησε, είναι για ~.

[μσν. λύπηση < λύπησις < λυπη- (λυπώ) -σις > -ση]

λυπητερός -ή -ό [lipiterós] Ε1 : που προξενεί αισθήματα λύπης, μελαγχολίας: Λυπητερά τραγούδια / λόγια. || (ως ουσ., οικ.) η λυπητερή, ο λογαριασμός: Γκαρσόν, φέρε μας τη λυπητερή. λυπητερά ΕΠIΡΡ: Tραγουδούσε / κελαηδούσε / βέλαζε / νιαούριζε ~.

[μσν. λυπητερός < λυπη- (λυπώ) -τερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες