Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λύμα
2 εγγραφές [1 - 2]
λύμα το [líma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : τα υγρά απόβλητα κατοικημένων περιοχών, εργοστασίων και βιομηχανιών καθώς και τα νερά της βροχής με ό,τι ακαθαρσίες παρασύρουν: Aστικά / βιομηχανικά λύματα. Συλλογή / καθαρισμός / διάθεση λυμάτων. Προκλήθηκε εκτεταμένη ρύπανση της λίμνης από τα λύματα των εργοστασίων της περιοχής.

[λόγ. < αρχ. λύμα `νερό της μπουγάδας΄]

λυμαίνομαι [liménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : προξενώ εκτεταμένες βλάβες, φθορές, καταστροφές· ρημάζω: Συμμορίες / ληστές / κακοποιοί λυμαίνονται την περιοχή. Επιδημίες λυμαίνονται τη χώρα. Aργόμισθοι / επιτήδειοι / απατεώνες λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα.

[λόγ. < αρχ. λυμαίνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες