Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγιος -α -ο
1 εγγραφή
λόγιος -α -ο [lójios] Ε6 : 1. που είναι πνευματικά καλλιεργημένος, που διαθέτει μόρφωση, παίδευση, ευρυμάθεια: Λόγιοι συγγραφείς και ποιητές. ΦΡ ~ Ερμής, ως μετωνυμία για τα γράμματα και τις επιστήμες. || (ως ουσ.) ο λόγιος, άνθρωπος των γραμμάτων: Οι Έλληνες λόγιοι της διασποράς. Aνήκε / σύχναζε σε κύκλο λογίων. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στον έντεχνο, στον καλλιεργημένο (γραπτό) λόγο (σε αντιδιαστολή προς το λαϊκό): Λόγια παράδοση. Λόγια κείμενα. Λόγια προέλευση μιας λέξης, που δημιουργήθηκε μέσα στη νεότερη λόγια παράδοση ή πρόκειται για λόγιο δανεισμό από παλαιότερες περιόδους της γλώσσας. Λόγια λέξη: α. που έχει λόγια προέλευση. β. που έχει λόγια χρήση.

[λόγ. < αρχ. λόγιος `μορφωμένος΄ & σημδ. αγγλ. learned & γαλλ. érudit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες