Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λωτός ο [lotós] Ο17 : γένος των ψυχανθών που περιλαμβάνει πολλά είδη ποωδών φυτών με κίτρινα κατά κανόνα άνθη: Ελληνικός / αιγυπτιακός / δενδρώδης ~. Bρέθηκαν αρχαία αγγεία διακοσμημένα με άνθη λωτού.
[λόγ. < αρχ. λωτός & < νλατ. lotus < λατ. lotus < αρχ. λωτός]