Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λωποδύτης ο [lopoδítis] Ο10 θηλ. λωποδύτρια [lopoδítria] & λωποδύτισσα [lopoδítisa] Ο27 : 1. επιτήδειος κλέφτης χρημάτων ή μικρής συνήθ. αξίας αντικειμένων, που ενεργεί συνήθ. χωρίς τη χρήση βίας: H αστυνομία συνέλαβε σεσημασμένο λωποδύτη. 2. (γενικότ.) άτομο που ζει με κλεψιές και απάτες· απατεώνας: Kαλύτερα να μην έχεις πάρε δώσε μ΄ αυτόν, είναι μεγάλος ~. || (υβρ.): Xάσου από τα μάτια μου, λωποδύτη.
λωποδυτάκος ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. λωποδύτης `κλέφτης ρούχων, ληστής΄· λόγ. λωποδύ(της) -τρια· λωποδύτ(ης) -ισσα· λωποδύτ(ης) -άκος]