Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λωλός -ή -ό [lolós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που διανοητικά δε στέκει καλά, τρελός, μουρλός, παλαβός αλλά και ανόητος, απερίσκεπτος: M΄ αυτό το λωλό που μπλέξαμε, θα ΄χουμε κακά ξεμπερδέματα. || Άρχισε τα λωλά του πάλι, τις τρέλες του.
λωλά ΕΠIΡΡ. [μσν. λωλός < αρχ. ὀλωλώς μππ. του ρ. ὄλλυμαι `καταστρέφομαι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]