Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυτρωτής
1 εγγραφή
λυτρωτής ο [litrotís] Ο7 : αυτός που ελευθερώνει, που σώζει κπ., κυρίως για το Xριστό, ως σωτήρα του ανθρώπου από το προπατορικό αμάρτημα.

[λόγ. < ελνστ. λυτρωτής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες