Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουλακής -ιά -ί [lulakís] Ε8 & λουλακί [lulakí] Ε (άκλ.) : που έχει βαθύ γαλάζιο χρώμα: Λουλακί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το λουλακί, το βαθύ γαλάζιο χρώμα.
[λουλάκ(ι) -ής· λουλάκ(ι) -ί 4]
- λουλάκι το [luláki] Ο44 : φυσική ή συνθετική χρωστική ουσία με βαθύ γαλάζιο χρώμα, που χρησιμοποιείται κυρίως στην πλύση των ασπρόρουχων.
[μσν. λουλάκιν < αραβ. līlak]
- λουλακιάζω [lulakázo] -ομαι Ρ2.1 : βουτάω ρούχα ή υφάσματα, ιδίως άσπρα, σε διάλυμα λουλακιού για να αποκτήσουν ελαφρά κυανή χροιά, φωτεινότητα: Aμέσως μετά την πλύση ~ πάντα τα ασπρόρουχα.
[λουλάκ(ι) -ιάζω]
- λουλάκιασμα το [lulákazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λουλακιάζω.
[λουλακιασ- (λουλακιάζω) -μα]