Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοιμώδης -ης -ες
1 εγγραφή
λοιμώδης -ης -ες [limóδis] Ε11 : (για αρρώστιες) που προκαλεί λοιμό, μολυσματικός: Λοιμώδεις νόσοι.

[λόγ. < αρχ. λοιμώδης `που αναφέρεται στην πανούκλα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες