Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογοτεχνικός -ή -ό [loγotexnikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στη λογοτεχνία ή στο λογοτέχνη: Λογοτεχνικό περιοδικό / συμπόσιο / βραδινό. Λογοτεχνική παραγωγή / κριτική. Συχνάζει σε λογοτεχνικούς κύκλους. 2. για έντεχνη, με αισθητικές αξιώσεις έκφραση, διατύπωση: Λογοτεχνικό ύφος. Λογοτεχνική γλώσσα. Λογοτεχνικά έργα / κείμενα.
λογοτεχνικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. λογοτεχν(ία) -ικός]