Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογοκρίνω [loγokríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. λογόκρινα, απαρέμφ. λογοκρίνει, παθ. αόρ. λογοκρίθηκα, απαρέμφ. λογοκριθεί, μππ. λογοκριμένος : ασκώ λογοκρισία: H επιτροπή λογόκρινε αυστηρά την ταινία / το βιβλίο. H επιστολή δόθηκε στη δημοσιότητα λογοκριμένη.
[λόγ. λογο(κρισία) + κρίνω]