Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογισμός ο [lojizmós] Ο17 : I. (μαθημ.) πράξη που εκτελείται για να βρεθεί το αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλών αριθμών, υπολογισμός: Aλγεβρικός / διαφορικός* / απειροστικός* ~. ~ των μεταβολών / των παραγώγων. IIα. η σκέψη, το μυαλό: Ο νους κι ο ~. Xάνω το νου και το λογισμό μου. β. (φιλοσ.): Yπερβατικός* ~.
[I: λόγ. < αρχ. λογισμός `αριθμητικός υπολογισμός΄ & σημδ. γαλλ. calcul· IIα: αρχ. λογισμός· IIβ: λόγ. < αρχ. λογισμός]