Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογάριθμος ο [loγáriθmos] Ο19 : (μαθημ., για πραγματικούς θετικούς αριθμούς) ο εκθέτης της δυνάμεως στην οποία πρέπει να υψωθεί ένας ορισμένος αριθμός, για να γίνει η δύναμη αυτή ίση προς δοθέντα αριθμό (του οποίου ο λογάριθμος ζητείται): Δεκαδικός / φυσικός ~. Ο ~ του 100 με βάση το 10 είναι το 2.
[λόγ. < νλατ. logarithmus < αρχ. λόγ(ος) `σχέση, αναφορά΄ + ἀριθμός]