Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιτανεύω [litanévo] Ρ5.1α : 1. κάνω λιτανεία ή συμμετέχω σε αυτή. 2. περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο (κυρ. εικόνα ή λείψανα αγίων) παρακαλώντας για κτ.
[λόγ. < μσν. λιτανεύω, αρχ. σημ.: `ικετεύω΄ κατά την εξέλιξη της σημ. της λ. λιτανεία]