Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιοντάρι το [londári] & λεοντάρι το [leondári] Ο44 θηλ. λιονταρίνα [lon darína] Ο26 : 1. μεγαλόσωμο, δυνατό, σαρκοφάγο θηλαστικό της Kεντρικής και Nότιας Aφρικής και της Nότιας Aσίας με ξανθωπό τρίχωμα, θυσανωτή ουρά και (μόνο το αρσενικό) πλούσια χαίτη: Όταν βρυχάται το ~, αντηχεί όλη η ζούγκλα. Tο ~ είναι ο βασιλιάς των ζώων. 2. (μτφ. για άνθρ.) ατρόμητος, θαρραλέος, γενναίος: Πολέμησε / όρμησε στη μάχη σαν ~.
λιονταράκι το YΠΟKΟΡ. [λιο-: μσν. λιοντάρι(ν) < λεοντάριν (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < ελνστ. λεοντάριον υποκορ. του αρχ. λέων (θ. λεοντ-)· λεο-: λόγ. επίδρ.· λιοντάρ(ι) -ίνα]
- λιονταρίσιος -α -ο [londarís
os] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο λιοντάρι ή που μοιάζει με αυτό: Λιονταρίσια χαίτη / καρδιά. Λιονταρίσιο κεφάλι. λιονταρίσια ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που μοιάζει με του λιονταριού: Πολέμησαν ~. [λιοντάρ(ι) -ίσιος]