Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιμός ο [limós] Ο17 : (λόγ.) μεγάλη πείνα που οφείλεται σε παρατεταμένη έλλειψη τροφής: H μεγάλη ξηρασία προκάλεσε πολλούς θανάτους από λιμό. ΦΡ σεισμοί*, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί.
[λόγ. < αρχ. λιμός (σύγκρ. διαλεκτ. λιμός < αρχ. λιμός)]