Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιλιπούτειος -α -ο [lilipútios] Ε6 : για κπ. ή για κτ. που είναι πολύ μικρός στο σώμα, στις διαστάσεις: Λιλιπούτειο ανάστημα. Tο λιλιπούτειο κράτος του Bατικανού στο κέντρο της Ρώμης / του Aγίου Mαρίνου.
[λόγ. < αγγλ. lilliputian < Lilliput `όνομα φανταστικής χώρας με κατοίκους έξι ιντσών΄ από το μυθιστόρημα Gulliver΄s Travels του Swift (-ian = -ειος)]