Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιθόσφαιρα η [liθósfera] Ο27 : (γεωλ.) το σύνολο των πετρωμάτων που αποτελούν το στερεό φλοιό της γης.
[λόγ. < γαλλ. lithosphère < litho- = λιθο- + αρχ. σφαῖρα]