Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιβανικός
1 εγγραφή
λιβανικός -ή -ό [livanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Λίβανο ή στους Λιβανέζους ή προέρχεται από αυτόν ή από αυτούς: Λιβανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Λιβανικά σύνορα.

[λόγ. < ελνστ. Λίβαν(ος) -ικός (δες στο λιβανέζικος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες