Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λησμονώ [lizmonó] -ιέμαι Ρ10.11 : (συναισθ.) ξεχνώ. ΠAΡ Mάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ξεχνάει κανείς εύκολα αυτόν με τον οποίο δεν έχει συχνή επαφή. Ο Θεός* αργεί, μα δε λησμονεί.
[ελνστ. λησμονῶ]