Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεπτομερής -ής -ές [leptomerís] Ε10 : που τον χαρακτηρίζει η ακρίβεια, η πληρότητα, η διεξοδικότητα: ~ περιγραφή / αφήγηση / εξέταση / έρευ να. ~ έλεγχος, εξαντλητικός, εξονυχιστικός. Δίνω / παίρνω λεπτομερείς οδηγίες.
λεπτομερώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λεπτομερής· λόγ. < ελνστ. λεπτομερῶς]