Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λειτούργημα το [litúrjima] Ο49 : χαρακτηρισμός επαγγέλματος που έχει έναν ευρύ και σοβαρό κοινωνικό ρόλο: H δουλειά του δασκάλου / του γιατρού / του δικαστή δεν είναι απλό επάγγελμα, είναι ~. H άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος απαιτεί υψηλό αίσθημα ευθύνης.
[λόγ. < ελνστ. λειτούργημα]