Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαμέ [lamé] Ε (άκλ.) : για ύφασμα με νήματα χρυσά ή ασημένια στην ύφανση, που του δίνουν μεταλλική λάμψη, στιλπνότητα: Φόρεμα / τουαλέτα / ύφασμα ~. || (ως ουσ.): Tης αρέσουν τα ~.
[λόγ. < γαλλ. lamé]