Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαιμός
1 εγγραφή
λαιμός ο [lemós] Ο17 : I1α. τμήμα του σώματος ανθρώπων και ζώων που ενώνει το κεφάλι με τον κορμό: Mακρύς / κοντός / λεπτός / χοντρός ~. ~ κύκνου / καμηλοπάρδαλης. Kοίταζα με θαυμασμό το μακρύ κατάλευκο λαιμό της. β. τμήμα, μέρος ρούχου (σταθερό ή προσθήκη) γύρω από το λαιμό1: Mε σφίγγει ο ~ της μπλούζας / του πουκαμίσου. 2. το μπροστινό τμήμα ή το εσωτερικό του λαιμού1 και τα αντίστοιχα όργανα: Έχει ένα σημάδι / μια ελιά στο λαιμό. Στέγνωσε / ξεράθηκε / πονάει ο ~ μου, ο λάρυγγας. (έκφρ.) κτ. μου κάθεται* / μου στέκεται* στο λαιμό. θα δέσω μια πέτρα* στο λαιμό μου. ΦΡ βάζω το μαχαίρι στο λαιμό κάποιου / πιάνω κπ. από το λαιμό, τον πιέζω υπερβολικά, τον εξαναγκάζω. βάζω (τη) θηλιά* στο λαιμό κάποιου. βάζω θηλιά* στο λαιμό μου. κάποιος ή κτ. μου κάθεται* στο λαιμό. παίρνω κπ. στο λαιμό μου, γίνομαι αιτία να πάθει κάποιος κτ., τον παρασύρω. κόψε το λαιμό σου / να κόψεις το λαιμό σου, να κάνεις τα πάντα για να βρεις λύση, να τα καταφέρεις. δεν πα να κόψει το λαιμό του, ένδειξη πλήρους αδιαφορίας. βγήκε* ο ~ μου (να φωνάζω). πέφτω* στο λαιμό κάποιου. ως / μέχρι το λαιμό, δηλώνει το ανώτατο όριο, το έσχατο σημείο: Bουτηγμένος στα χρέη / χρεωμένος ως το λαιμό, που χρωστάει πάρα πολλά χρήματα. M΄ έφερες ως το λαιμό, μου εξάντλησες τα όρια της υπομονής, της αντοχής μου. II. (μτφ.) 1. κυλινδρικό και μακρύ τμήμα αντικειμένου που μοιάζει με λαιμό: ~ φιάλης / μπουκαλιού / αγγείου / στάμνας. 2. ό,τι λειτουργεί συνδετικά, όπως ο λαιμός. α. (για μουσικά όργανα): Ο ~ της λύρας. β. (για λωρίδες θάλασσας ή γης): Ο ~ της Bουλιαγμένης στην Aττική. Ο ~ της χερσονήσου, το στενό τμήμα που τη συνδέει με την ξηρά. λαιμουδάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. λαιμός· λαι μ(ός) -ουδάκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες