Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαθρόβιο
1 εγγραφή
λαθρόβιος -α -ο [laθróvios] Ε6 : που ζει και κινείται κρυφά, διαφεύγοντας την κοινή προσοχή. || (κυρ. για έντυπο) που έχει ελάχιστη κυκλοφορία και αδιαφανείς πόρους.

[λόγ. λαθρο- + -βιος κατά το βραχύβιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες