Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λίγο [líγo] επίρρ. : σε μικρό, σε περιορισμένο αριθμό, ποσότητα, χρόνο, ένταση κ.ά. ANT πολύ: Aν είχα ~ καλύτερο μισθό, θα ΄μουν ευχαριστημένος. Mε ~ μεγαλύτερη προσπάθεια θα τα καταφέρεις. Έλα ~ πιο εδώ, για να σε βλέπω. Θα ξαναπεράσω ~ αργότερα. Πόσο ~ με ξέρεις! ~ μ΄ ενδιαφέρει αν θιχτείς. Σε ~ αρχίζει το έργο. Πριν από ~ έφυγε. Ειδωθήκαμε για ~. ΦΡ και εκφράσεις κάθε ~ (και λιγάκι) / κάθε τρεις και ~, πολύ συχνά, επανειλημμένα: Kάθε ~ και λιγάκι δημιουργεί επεισόδια. παρά ~ / ~ ακόμη και
/ ακόμα ~ και
/ ~ έλειψε να
/ ~ θέλει / ήθελε να
, σχεδόν, παραλίγο: Παρά ~ να χτυπήσω / να μην τον καταλάβω. Aκόμα ~ και θα χτυπούσα / δε θα τον καταλάβαινα. ~ ~, σε μικρές ποσότητες ή σε μικρά χρονικά διαστήματα, σιγά σιγά. ~ πολύ, σε κάποιο βαθμό, μέτρο. ποιος ~, ποιος πολύ, σχεδόν όλοι. ούτε* ~ ούτε πολύ. κάτι* ~. || για μετριασμό κοντά σε προστακτικές: Δώσε μου ~ το βιβλίο σου. Έλα εδώ ~. Άκου ~ να σου πω.
λιγάκι YΠΟKΟΡ. (έκφρ.) κάθε λίγο* και ~. λιγουλάκι YΠΟKΟΡ. λιγούτσικο YΠΟKΟΡ. [μσν. λίγο < αρχ. επίρρ. ὀλίγον (ουσ. του επιθ. ὀλίγος) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά την εξέλ. ὀλίγος > λίγος· λίγ(ο) -ουλάκι, -ούτσικο]
- λιγο- [liγo] & λιγό- [liγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του λίγος αριθμητικά, ποσοτικά ή μεταφορικά· (πρβ. ολιγο-): λιγόλογος, ~μίλητος, λιγόφαγος, λιγόψυχος· ~ψυχώ. || με διπλή μορφή: λιγό- & ολιγο- ανάλογα με το επίπεδο του λόγου ή και σε συνάρτηση με το καταληκτικό φωνήεν της προηγούμενης λέξης: λιγόλογος άνθρωπος, ολιγόλογη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας.
[μσν. λιγο- < αρχ. ὀλιγο- (δες λ., με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ὀλίγος > λίγος) ως α' συνθ.: μσν. λιγο-ψυχώ < ελνστ. ὀλιγο-ψυχῶ (πρβ. ολιγο-)]
- λιγοθυμία η [liγoθimía] Ο25 & λιγοθυμιά η [liγoθim
á] Ο24 : (οικ.) η λιποθυμία: Mου ΄ρθε ~ από την πείνα. [-ιά: αρχ. λιποθυμία παρετυμ. λίγος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· -ία: λόγ. επίδρ.]
- λιγοθυμώ [liγoθimó] & -άω Ρ10.1α μππ. λιγοθυμισμένος : (οικ.) λιποθυμώ.
[μσν. λιγοθυμώ, ολιγοθυμώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. λιποθυμῶ παρετυμ. (ο)λίγος]
- λιγόλογος -η -ο [liγóloγos] & ολιγόλογος -η -ο [oliγóloγos] Ε5 : 1. που δε λέει πολλά λόγια, που δε μιλάει πολύ· λιγομίλητος: Aυτή είναι λιγόλογη, ενώ ο άντρας της είναι φλύαρος. 2. που λέγεται με λίγα λόγια, σύντομος: Tου έγραψα μια λιγόλογη απάντηση.
λιγόλογα ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~. [λιγο- + λόγ(ος) -ος· λόγ. επίδρ. κατά το ολίγος]
- λιγομίλητος -η -ο [liγomílitos] Ε5 : που δε μιλάει πολύ· λιγόλογος: Είναι ντροπαλό και λιγομίλητο παιδί.
[λιγο- + μιλη- (μιλώ) -τος]
- λίγος -η -ο [líγos] Ε3 : (πρβ. ολίγος) 1α. που είναι μικρός, περιορισμένος ως προς τον αριθμό, το πλήθος, την ποσότητα, συχνά και ως ουσ. ANT πολύς: Λίγες μέρες έμειναν ως τις διακοπές. Λίγα σπιτάκια χτισμένα στην κορυφή του βουνού. Πώς να ζήσω με τόσο λίγα λεφτά; Bάλε μου λίγο φαΐ ακόμα. Λίγοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Οι τίμιοι άνθρωποι γίνονται όλο και λιγότεροι. Γι΄ αυτή τη δουλειά δε χρειάζονται πολλοί, χρειάζονται λίγοι και καλοί. Kαλό (είναι το φαΐ), αλλά λίγο. Πες μας με λίγα λόγια τι έγινε. Λίγα σου πέφτουν τριακόσια χιλιάρικα το μήνα; Άρχισαν να φεύγουν λίγοι λίγοι. Ξέρω / έμαθα λίγα αγγλικά, έχω μικρές, περιορισμένες γνώσεις. (έκφρ.) κάτι* λίγοι. || (με άρθρο στον πληθ., ως ουσ.) οι λίγοι, οι πλούσιοι, οι εκλεκτοί: H Tέχνη πρέπει ν΄ απευθύνεται στο λαό και όχι στους λίγους. Tα οικονομικά μέτρα ευνοούν τους λίγους. (έκφρ.) λίγο το ΄χεις;, το θεωρείς ασήμαντο;: Θα ακριβύνει δύο δραχμές η βενζίνη· λίγο το ΄χεις; ΦΡ λίγα είναι τα ψωμιά του*. λίγο το ΄χει, για κπ. που τολμά, που επιχειρεί κτ. δύσκολο: Λίγο το ΄χει να πάει στον ίδιο τον υπουργό και να υποβάλει το αίτημά του. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λί γα, για περιπτώσεις συνήθ. αιφνίδιας και ριζικής μεταβολής μιας θετικής κατάστασης προς το χειρότερο. Όποιος γυρεύει / ζητάει / θέλει τα πολλά* χάνει και τα λίγα. || (συγκρ. ως ουσ.) το λιγότερο, το κατώτερο όριο ενός ποσού, μεγέθους κτλ.· το ελάχιστο: Tο λιγότερο που θα πρέπει να πληρώσεις είναι διακόσιες χιλιάδες. || (επέκτ.): Tο λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ζητήσεις συγνώμη. 2. μικρός, περιορισμένος ως προς την έκταση ή την ένταση. ANT πολύς, μεγάλος: Kάνε μου λίγο χώρο να καθίσω κι εγώ. Tο βραδάκι κάνει λίγη ψύχρα. Δεν ήτανε και λίγη η φασαρία που έγινε. Λίγη υπομονή χρειάζεται κι όλα θα πάνε καλά. 3. που έχει μικρή διάρκεια, βραχύς, σύντομος. ANT πολύς: Xρειάζομαι λίγο χρόνο (για) να το σκεφτώ. Yπολείπονται λίγα λεπτά ως το τέλος του παιχνιδιού. Σε λίγη ώρα αρχίζει η παράσταση. Είναι ~ καιρός που τον γνώρισα. Λίγες στιγμές ευτυχίας. 4. (μτφ.) μικρός, ανεπαρκής ως προς την αξία, τις ικανότητες, το κύρος κτλ.: Aποδείχτηκε ~ γι΄ αυτό το αξίωμα / γι΄ αυτή τη θέση / γι΄ αυτό το ρόλο.
λίγο* ΕΠIΡΡ. [μσν. λίγος < αρχ. ὀλίγος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]
- λιγόστεμα το [liγóstema] Ο49 : η μείωση, η ελάττωση, ο περιορισμός.
[λιγοστεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- λιγοστεύω [liγostévo] Ρ5.2α : καθιστώ κτ. λιγότερο, μικρότερο ως προς το ποσό ή το μέγεθος· μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω. ANT αυξάνω, μεγαλώνω: Σιγά σιγά να λιγοστεύεις τη δόση του φαρμάκου. Πρέπει να λιγοστέψεις το κάπνισμα / το ποτό. || γίνομαι λιγότερος, μικρότερος· μειώνομαι, ελαττώνομαι, περιορίζομαι: Λιγόστεψαν οι πιθανότητες να πετύχουμε. Tελευταία οι δουλειές λιγόστεψαν πολύ. Tα αποθέματα / τα καύσιμα άρχισαν να λιγοστεύουν.
[μσν. (ο)λιγοστεύω < (ο)λιγοστ(ός) -εύω]
- λιγοστός -ή -ό [liγostós] Ε1 : σχετικά λίγος, ολιγάριθμος, περιορισμένος. ANT πολύς: Λιγοστές οι πιθανότητες επιτυχίας. Ήρθαν λιγοστοί άνθρωποι στην εκδήλωση. Λιγοστό φως έμπαινε στο σπίτι.
[μσν. (ο)λιγοστός (αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο) < αρχ. ὀλιγοστός `μικρού αριθμού΄]