Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάμνω [lámno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) κωπηλατώ: Έπιασαν τα κουπιά κι άρχισαν να λάμνουν. Πλησίαζαν τη στεριά λάμνοντας με γοργό ρυθμό.
[μσν. λάμνω < αρχ. ἐλαύνω `κινώ πλοίο με τα κουπιά΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [vn > mn], σύγκρ. αχαμνός < αρχ. χαῦνος]