Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόσμημα το [kózmima] Ο49 : 1. μικρών διαστάσεων αντικείμενο επεξεργασμένο με τέχνη και φαντασία, συνήθ. από πολύτιμο μέταλλο και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, το οποίο φοριέται για στόλισμα, κυρίως από γυναίκες, στο λαιμό, στα χέρια, στα αυτιά κτλ., ως περιδέραιο, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι κτλ.: Είναι ένα ~ μεγάλης αξίας. Tης έκλεψαν όλα τα κοσμήματα. Δε φοράει ποτέ κοσμήματα. Έβαλε ενέχυρο τα κοσμήματα της μητέρας της. Ψεύτικα κοσμήματα, τα φο μπιζού. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός: α. κάθε αντικειμένου, του οποίου η κομψότη τα, η χάρη και η λεπτή εργασία θυμίζουν κόσμημα: Tο καινούριο θέατρο είναι ένα ~ για την πόλη μας. β. ανθρώπου αξιόλογου, ξεχωριστού, για τον οποίο μπορεί κανείς να είναι υπερήφανος· καμάρι: Aυτή είναι το ~ του χωριού μας. 3. γενική ονομασία διακοσμητικών μοτίβων στην αρχιτεκτονική, τυπογραφία κτλ.
[λόγ. < αρχ. κόσμημα]
- κοσμηματοθήκη η [kozmimatoθíki] Ο30 : ειδική θήκη, συνήθ. σε σχήμα κουτιού, επενδυμένη με βελούδο, μετάξι κτλ., όπου φυλάγονται τα πολύτιμα συνήθ. κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -θήκη]
- κοσμηματοποιία η [kozmimatopiía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής κοσμημάτων.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -ποιία]
- κοσμηματοποιός ο [kozmimatopiós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -ποιός]
- κοσμηματοπωλείο το [kozmimatopolío] Ο39 : το κατάστημα στο οποίο πωλούνται πολύτιμα κυρίως κοσμήματα: Διαρρήκτες μπήκαν σε κεντρικό ~ της πόλης και έκλεψαν όλα τα κοσμήματα.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -πωλείον]
- κοσμηματοπώλης ο [kozmimatopólis] Ο10 : ιδιοκτήτης κοσμηματοπωλείου.
[λόγ. κοσμηματ- (κόσμημα) -ο- + -πώλης]