Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόντρα [kóndra] επίρρ. τροπ. : (προφ.) αντίθετα, ανάποδα, ενάντια: Tο καΐκι έπλεε ~ στον άνεμο / στον καιρό. Mην πας ~ στην τύχη σου. Πάλεψε ~ σ΄ όλες τις δυσκολίες. ΦΡ μου πάει ~, μου εναντιώνεται· λέει ή κάνει αντίθετα απ΄ ό,τι εγώ, συνήθ. συνειδητά και κατ΄ εξακολούθηση. όλα μου πάνε / μου έρχονται ~, αντίθετα από τις επιθυμίες. κρατάω ~, σπρώχνω προς την αντίθετη κατεύθυνση, βάζω αντίσταση. || ~ φιλέτο, κομμένο κόντρα. || Tο ποδήλατο φρενάρει ~, με αντίθετη κίνηση των πεντάλ. || Ξυρίστηκα ~, από κάτω προς τα πάνω και ως ουσ. το κόντρα (ενν. ξύρισμα.).
[παλ. ιταλ. contra]
- κόντρα η [kóndra] Ο25α : (προφ.) 1α. δυναμική διεκδίκηση της μπάλας από δύο παίκτες, κατά τη διάρκεια μιας ποδοσφαιρικής συνήθ. φάσης. β. για συναγωνισμό ταχύτητας ανάμεσα κυρίως σε μοτοσικλετιστές: Nεαροί κάνουν ~ στη λεωφόρο. Είσαι για μια ~; || (επέκτ.): Πάμε μια ~ ποιος θα πιει περισσότερο; 2. (μτφ.) έντονη αντιπαράθεση: Aρχίσανε τις κόντρες μεταξύ τους. Σκληρή ~ στη βουλή ανάμεσα στους δύο αρχηγούς. 3. τρόπος με τον οποίο μπορεί να φρενάρει ένα ποδήλατο με αντίθετη κίνηση των πεντάλ: Tο ποδήλατο έχει ~.
[< επίρρ. κόντρα]
- κόντρα πλακέ το [kóndra plaké] Ο (άκλ.) : λεπτή σανίδα κατασκευασμένη από τη συγκόλληση υπό πίεση εξαιρετικά λεπτών φύλλων ξύλου, των οποίων οι ίνες διασταυρώνονται.
[λόγ. < γαλλ. contre-plaqué με προσαρμ. προς το κόντρα]
- κοντράλτο η [kontrálto] Ο (άκλ.) : η χαμηλότερη γυναικεία και παιδική φωνή. || αοιδός με φωνή κοντράλτο.
[λόγ. < ιταλ. contralto]
- κοντραμπάντο το [kondrabánto] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) λαθρεμπόριο.
[μσν. κοντραμπάντο < ιταλ. contrabbando]
- κοντραμπασίστας ο [kondrabasístas] Ο3 : μουσικός που παίζει κοντραμπάσο.
[κοντραμπάσ(ο) -ίστας]
- κοντραμπάσο το [kondrabáso] Ο39 : έγχορδο μουσικό όργανο το οποίο ανήκει στην οικογένεια του βιολιού και είναι το μεγαλύτερο και το πιο βαθύφωνο από τα όργανα που παίζονται με δοξάρι.
[ιταλ. contrabbasso]
- κοντραμπατζής ο [kondrabadzís] Ο8 : (παρωχ.) ο λαθρέμπορος.
[κοντραμπά(ντο) -τζής]
- κοντραπούντο το [kondrapúnto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η αντίστιξη.
[λόγ. < ιταλ. contrappunto]
- κοντράρω [kondráro] -ομαι Ρ6 & κοντραρίζω [kondrarízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) 1. έρχομαι σε έντονη αντιπαράθεση με κπ.: Tον κόντραρε άγρια. Οι δυο τους κοντράρονται συνέχεια. Mην τον κοντράρεις συνέχεια, γιατί είναι ευέξαπτος. 2. για κτ. που κατά την κίνησή του συναντά ένα εμπόδιο και αλλάζει κατεύθυνση: H μπάλα κοντράρισε σε πόδι και βγήκε άουτ.
[κόντρ(α) -άρω· κοντράρ(ω) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κοντραρισ-]