Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωδωνοκρουσία
1 εγγραφή
κωδωνοκρουσία η [koδonokrusía] Ο25 : παρατεταμένο χτύπημα της καμπάνας, συνήθ. με πανηγυρικό χαρακτήρα. ΦΡ υποδέχομαι κπ. με κωδωνοκρουσίες, θριαμβευτικά, με μεγάλη χαρά.

[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + κρουσ- (κρούω) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες