Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυψέλη η [kipséli] Ο30 : 1. τεχνητή κατοικία σμήνους μελισσών που αποτελείται από πολλές μικρές πολυγωνικές κοιλότητες. || το σύνολο των μελισσών που κατοικούν σε μια κυψέλη. 2. (μτφ.) για τόπο όπου πολλοί άνθρωποι μαζί εργάζονται εντατικά και οργανωμένα.
[λόγ.: 1: αρχ. κυψέλη· 2: σημδ. γαλλ. cellule]