Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυνηγός ο [kiniγós] Ο17 : 1α. αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με το κυνήγι1α: Kυνηγοί άγριων θηρίων. Είναι σπουδαίος ~. β. (εθνολ.) μέλος μιας πρωτόγονης ομάδας που εξασφάλιζε την τροφή του με το ψάρεμα και με το κυνήγι. || Kυνηγοί κεφαλών, πρωτόγονες φυλές ανθρωποφάγων που διατηρούν μουμιοποιημένα τα κεφάλια των εχθρών τους. 2. (ποδ.) επιθετικός παίχτης. 3. αυτός που αναζητάει, που επιδιώκει επίμονα κτ.: ~ της τελειότητας / της λεπτομέρειας. || Ο άντρας είναι γεννημένος ~, για τις πρωτοβουλίες του αντρικού φύλου στις σχέσεις του με το γυναικείο. || ~ ταλέντων, άνθρωπος του καλλιτεχνικού κόσμου, που ανακαλύπτει νέα ταλέντα.
[αρχ. κυνηγός]
- κυνηγόσκυλο το [kiniγóskilo] Ο41 : σκυλί ράτσας κατάλληλης για κυνήγι, στο οποίο συμμετέχει εντοπίζοντας, συλλαμβάνοντας και μεταφέροντας το θήραμα.
[κυνήγ(ι) -ο- + σκυλ(ί) -ο]