Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυκλοφοριακός 1 -ή -ό [kikloforiakós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην κυκλοφορία οχημάτων και πεζών ή που έχει σχέση με αυτή: Kυκλοφοριακό πρόβλημα / χάος. Δημιουργήθηκε κυκλοφοριακή συμφόρηση. || (ως ουσ.) το κυκλοφοριακό, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων: Προτείνονται μέτρα για τη λύση του κυκλοφοριακού.
[λόγ. κυκλοφορί(α) -ακός]
- κυκλοφορικός -ή -ό [kikloforikós] & κυκλοφοριακός 2 -ή -ό [kikloforia kós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην κυκλοφορία του αίματος ή που έχει σχέση με αυτή: Kυκλοφορικό σύστημα. Kυκλοφορικές διαταραχές.
[λόγ. < ελνστ. κυκλοφορικός `που κινείται σε κύκλο΄ σημδ. γαλλ. circulatoire· λόγ. κυκλοφορί(α) -ακός]